λαϊκός

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱϊκός Medium diacritics: λαϊκός Low diacritics: λαϊκός Capitals: ΛΑΪΚΟΣ
Transliteration A: laïkós Transliteration B: laikos Transliteration C: laikos Beta Code: lai+ko/s

English (LSJ)

λαϊκή, λαϊκόν, (λαός)
A of or from the people: hence, unofficial, civilian, PLille10.4 (iii B. C.), PStrassb.93.4 (ii B. C.).
2 common (opp. consecrated), of bread, Aq., Sm., Thd.1 Ki.21.4(5); of a place, opp. holy, Sm., Thd.Ez.48.15.
II as substantive, layman, opp. κληρικός, Cod.Just.1.1.3.2, 1.3.38.2, Just.Nov.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱϊκός: -ή, -όν, (λαὸς) ὡς καὶ νῦν, ἐκ τοῦ λαοῦ, λ. ἄνθρωπος καὶ μόνον λαϊκός, ὡς οὐσιαστ., λαϊκός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κληρικός, Κλήμ. Ρώμ. 1. 40, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαϊκός, -ή, -όν) λαός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω»)
νεοελλ.
1. (για πράγματα) αυτός που χρησιμοποιείται από τον λαό ή που συνηθίζεται από τον λαό, από τις λαϊκές τάξεις, ευτελής, φτωχικός, απλοϊκός
2. αυτός που γίνεται ή που προορίζεται για τον λαό («λαϊκή αγορά» ή απλώς, «λαϊκή» — εβδομαδιαία αγορά χωρίς μόνιμες εγκαταστάσεις, στην οποία πωλούνται προϊόντα, κυρίως εδώδιμα, σε χαμηλότερες συνήθως τιμές
3. φρ. α) «λαϊκό πανεπιστήμιο» — πνευματικό ίδρυμα που παρέχει γενική, αλλά και επαγγελματική μόρφωση
β) «λαϊκή δημοκρατία»
i) κατά τη μαρξιστική-λενινιστική ορολογία, επαναστατική μορφή πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας, περιεχόμενο της οποίας αποτελεί η κατοχή της εξουσίας από την εργατική τάξη σε συμμαχία με την αγροτιά και άλλα κοινωνικά στρώματα ή κοινωνικές κατηγορίες, και η οποία αποτελεί μεταβατική φάση από την καπιταλιστική στην κομμουνιστική κοινωνία
ii) επίσημος τίτλος που μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο προστέθηκε στις ονομασίες τών κρατών τα οποία ενσωματώθηκαν ή εντάχθηκαν στον λεγόμενο ανατολικό συνασπισμό ή που μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία είχε δοθεί σε ορισμένες χώρες
μέλη της ΕΣΣΔ και που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον όρο «σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία»
γ) «λαϊκό δικαστήριο» — δικαστήριο συγκροτημένο εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από μη νομικούς και μη επαγγελματίες δικαστές, οι οποίοι εκλέγονται για ορισμένη περίοδο από το σύνολο τών ενήλικων πολιτών σε δεδομένη εδαφική περιοχή, που αντικαθιστά το τακτικό δικαστήριο
δ) «λαϊκός δικαστής» — μέλος λαϊκού δικαστηρίου
ε) «λαϊκή επιμόρφωση» — διαρκής εκπαίδευση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων ανεξάρτητα ή παράλληλα και πέρα από τη θεσμοθετημένη σχολική εκπαίδευση
ε) «λαϊκό μέτωπο» — συνασπισμός κομμάτων της εργατικής τάξης και τών μεσαίων τάξεων για την υπεράσπιση τών δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης από μια ενδεχόμενη φασιστική απειλή
στ) «λαϊκός καπιταλισμός» — σύστημα που συνίσταται στη διανομή μετοχών εταιρειών στους μισθωτούς και γενικότερα στις ευρύτερες μάζες, με στόχο την καλύτερη λειτουργία του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας
ζ) «λαϊκές μάζες»
i) οι λαϊκές τάξεις, τα κατώτερα στρώματα του λαού
ii) όρος του ιστορικού υλισμού που δηλώνει την εργατική τάξη, την αγροτιά και την συνδεδεμένη μαζί τους διανόηση, δηλαδή τις δυνάμεις εκείνες που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας και που διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή υλικών αγαθών και στην ιστορική εξέλιξη
η) «λαϊκός πολιτισμός»
i) ο πολιτισμός τών κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων τών πόλεων και του αγροτικού πληθυσμού στο σύνολό του, ιδίως ως προς τα παραδοσιακά στοιχεία και γνωρίσματά του
ii) ο πολιτισμός ενός λαού, ενός έθνους
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει επίσημη καταγωγή ή αυτός που δεν έχει αξιώματα, κοινός
2. (για τόπο) αυτός στον οποίο προσέρχεται ο πολύς λαός
3. (για άρτο) δεύτερης ποιότητας.
επίρρ...
λαϊκώς και -ά
με λαϊκό τρόπο, όπως συνηθίζει ο λαός.

German (Pape)

[ᾱ], zu dem Volke gehörig, aus dem Volke, gemein, Sp., bes. bei den K.S., der Ungeweihte, im Gegensatz des Priesters, der Laie.