ὀψολογία

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἡ,

   A cookery, Ath.7.284e.

German (Pape)

[Seite 433] ἡ, Abhandlung von Speisen, Ath. VII, 284 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψολογία: ἡ, πραγματεία περὶ ἐδεσμάτων ἢ μαγειρικῆς, Ἀθήν. 284Ε.

Greek Monolingual

ὀψολογία, ἡ (Α) οψολόγος
πραγματεία σχετικά με τα φαγητά.