φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
ὀψολόγος, -ον (Α)αυτός που πραγματεύεται σχετικά με τα εδέσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -λόγος].