οψολόγος

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ὀψολόγος, -ον (Α)
αυτός που πραγματεύεται σχετικά με τα εδέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -λόγος].