Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
παιδοῡς, -οῡσσα και -οῡσα, -οῡν και παιδόεις, -όεσσα, -όεν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα
η έγκυος γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -όεις / -οῦς].