πακέτο

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. δέμα διαφόρων αντικειμένων τακτοποιημένων και περιτυλιγμένων με χαρτί
2. κουτί καπνού ή τσιγάρων
3. (για προτάσεις, απόψεις, όρους κ.λπ.) ενιαίο σύνολο («στο πακέτο για τις βάσεις πρέπει να συμπεριληφθούν και οι ρυθμίσεις για το χρέος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pacchetto (υποκορ. του pacco) < γαλλ. paquet (< ολλανδ. pak). Η λ. με την τρίτη σημ. < αγγλ. pack-age].