παντοδυναμία
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
η παντοδύναμος
η ιδιότητα του παντοδύναμου, το να είναι κανείς παντοδύναμος.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
η παντοδύναμος
η ιδιότητα του παντοδύναμου, το να είναι κανείς παντοδύναμος.