-έω, ΝΑλέω ανοησίες ή ασυναρτησίες, φλυαρώ χωρίς νόημα, παραμιλώ, παραλαλώνεοελλ.1. ιατρ. έχω παραλήρημα, πάσχω από παραλήρημα2. μτφ. κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»].