παραμιλώ

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

-άω
1. μιλώ πάρα πολύ, είμαι πολύ φλύαρος
2. μιλώ μόνος μου, στον εαυτό μου, μονολογώ
3. λέω ασυνάρτητα λόγια κατά τη διάρκεια του ύπνου μου, παραληρώ.