παραμάννα

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek Monolingual

η
1. γυναίκα που αναλαμβάνει να θηλάζει με αμοιβή το παιδί μιας άλλης γυναίκας, αλλ. θηλάστρια, βυζάστρα ή βυζάχτρα
2. η τροφός, γυναίκα που παραμένει στο σπίτι και μετά τον απογαλακτισμό του παιδιού προκειμένου να αναλάβει την ανατροφή του.