παραμέρισμα
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
το παραμερίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραμερίζω
2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός.