παραμερίζω
From LSJ
Greek Monolingual
παράμερα
1. απομακρύνω κάτι από τη μέση, θέτω παράμερα
2. αποσύρομαι από τη μέση, κάνω στην άκρη κάνω τόπο σε κάποιον για να περάσει ή να καθήσει («παραμέρισε για να περάσω»)
3. μτφ. α) υποσκελίζω, παραγκωνίζω
β) αγνοώ ηθελημένα.