παραπονιάρης

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-α, -ικο
(για πρόσ.) αυτός που παραπονείται διαρκώς, μεμψίμοιρος, κλαψιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράπονο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψ-ιάρης)].