παράπονο

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

το
1. λυπηρή ψυχική κατάσταση ατόμου η οποία προήλθε από αδικία ή από κακοτυχία
2. έκφραση δυσαρέσκειας, διαμαρτυρία, μεμψιμοιρία
3. φρ. α) «το 'χω παράπονο» — αισθάνομαι πικρία για κάτι
β) «μέ παίρνει το παράπονο» ή «μέ πιάνει το παράπονο» — καταλαμβάνομαι από θλίψη και μού έρχονται δάκρυα στα μάτια για αδικία που μού συνέβη ή για την κακοτυχία μου
γ) «υποβάλλω παράπονα» — διατυπώνω γραπτά ή προφορικά σε ανώτερο αίτηση για επανόρθωση αδικίας που μού συνέβη
δ) «τα παράπονα σου στον δήμαρχο» — λέγεται ειρωνικά σε άτομα που παραπονούνται παράλογα ή ως έκφραση αδιαφορίας για τις διαμαρτυρίες κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παραπονούμαι].