παραχορταίνω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
1. (αμτβ.) χορταίνω υπέρμετρα, χορταίνω πάρα πολύ, ώς τον κορεσμό
2. μτφ. απολαμβάνω κάτι πέρα από τα όρια, μπουχτίζω («παραχορτάσαμε τις διασκεδάσεις»
3. (μτβ.) χορταίνω κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει, κάνω κάποιον να χορτάσει υπερβολικά.