απολαμβάνω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

κ. -λαβαίνω (AM απολαμβάνω)
1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι
2. παίρνω ό,τι μου ανήκει
3. αμείβομαι
νεοελλ.
1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής
2. γλεντώ, τέρπομαι
αρχ.
1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον
2. παίρνω μακριά, απομακρύνω
3. παίρνω παράμερα κάποιον
4. αφαιρώ, παίρνω μέρος ενός συνόλου
5. παίρνω πίσω, ανακτώ
6. αποκλείω, εμποδίζω, σταματώ
7. ακούω, μαθαίνω.