απολαμβάνω
From LSJ
Greek Monolingual
κ. -λαβαίνω (AM απολαμβάνω)
1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι
2. παίρνω ό,τι μου ανήκει
3. αμείβομαι
νεοελλ.
1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής
2. γλεντώ, τέρπομαι
αρχ.
1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον
2. παίρνω μακριά, απομακρύνω
3. παίρνω παράμερα κάποιον
4. αφαιρώ, παίρνω μέρος ενός συνόλου
5. παίρνω πίσω, ανακτώ
6. αποκλείω, εμποδίζω, σταματώ
7. ακούω, μαθαίνω.