παρεναλλάσσω
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
German (Pape)
[Seite 515] verändern, Sp.
Greek Monolingual
Α
1. εναλλάσσω
2. παθ. παρεναλλάσσομαι
α) εναλλάσσομαι
β) ανταλλάσσομαι.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
[Seite 515] verändern, Sp.
Α
1. εναλλάσσω
2. παθ. παρεναλλάσσομαι
α) εναλλάσσομαι
β) ανταλλάσσομαι.