παταγμός
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
[Seite 534] ὁ, der Schlag, Rhett. III, 520, 30.
παταγμός: ὁ, κτύπημα, Ρήτορες (Walz) 3. 520.
ὁ, Α πατάσσω
χτύπημα («κρουσμὸν μετώπου καὶ παταγμὸν στήθους», Νείλ.).