πασχητιώ

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-άω Α
κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. πάσχω, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση -ητιάω / -ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε -ητ(ής) και το επίθημα -ιάω, που αποσπάστηκε από ρήματα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. ἐμετιάω / -)].