παυσίμαχος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

German (Pape)

[Seite 538] den Kampf endigend, Inscr. 666.

Greek (Liddell-Scott)

παυσίμᾰχος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν μάχην, Συλλ. Ἐπιγρ. 666 (Προσθῆκ.).

Greek Monolingual

-ον, Α
επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. λυσί-μαχος].