πεδόβροχος

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

πεδόβροχος: ὁ, βρόχος ποδῶν, εἶδος βρόχου δι’ οὗ συνελάμβανον ἐκ τῶν ποδῶν πτηνά, κοινῶς «συρτοθηλειά·, ἄλλους τε πολλοὺς (δηλ. νεοσσοὺς) ἑλκύω πεδοβρόχοις Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 1, 2, σ. 185.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
είδος βρόχου με τον οποίο έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια, συρτοθηλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεδ- της λ. πέζα (< πεδja), δωρ. τ. για το πούς (βλ. λ. πούς, πέζα) + βρόχος].