πεδόβροχος
Greek (Liddell-Scott)
πεδόβροχος: ὁ, βρόχος ποδῶν, εἶδος βρόχου δι’ οὗ συνελάμβανον ἐκ τῶν ποδῶν πτηνά, κοινῶς «συρτοθηλειά·, ἄλλους τε πολλοὺς (δηλ. νεοσσοὺς) ἑλκύω πεδοβρόχοις Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 1, 2, σ. 185.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
είδος βρόχου με τον οποίο έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια, συρτοθηλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεδ- της λ. πέζα (< πεδja), δωρ. τ. για το πούς (βλ. λ. πούς, πέζα) + βρόχος].