πεζόβολος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

ο, και πεζόβολο και μπεζόβολο, το
(αλιευτ.) είδος αλιευτικού διχτιού που έχει μορφή κώνου και χρησιμοποιείται κυρίως στα ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα «αλιευτικό δίχτυ» + -βόλος (< βάλλω)].