πεζόβολος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο, και πεζόβολο και μπεζόβολο, το
(αλιευτ.) είδος αλιευτικού διχτιού που έχει μορφή κώνου και χρησιμοποιείται κυρίως στα ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα «αλιευτικό δίχτυ» + -βόλος (< βάλλω)].