πελλία
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σπέλεθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το σπέλεθος (πρβλ. πέλεθος)].