πεντάφυλλος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

German (Pape)

[Seite 557] fünfblätterig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πέντε φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 4· ―πεντάφυλλον, τό, βοτάνη τις, Λατ. quinquefolium, Ἱππ. 474. 1., 497. 10· «τὸ πεντάφυλλον ... κλῶνας φέρει καρφοειδεῖς, ἐφ’ ὧν ὁ καρπός· φύλλα δὲ ἔχει ἐοικότα ἡδυόσμῳ πέντε καθ’ ἕκαστον μίσχον, σπανίως δὲ πλείονα· φύεται δὲ ἐν ἐφύδροις τόποις καὶ τοῖς ὀχετοῖς» Διοσκ. 4. 42.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάφυλλος, -ον, ΝΑ, ουδ. και πεντέφυλλον και πεμπτάφυλλον, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει πέντε φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάφυλλο- είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. επτά-φυλλος].