περιβάλλουσα

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

η, Ν περιβάλλω
μαθημ. καμπύλη ή επιφάνεια που περιβάλλει όλες τις καμπύλες ή τις επιφάνειες οι οποίες παριστάνονται από μια εξίσωση, όταν η παράμετρος που υπάρχει σε αυτή την εξίσωση λαμβάνει όλες τις δυνατές τιμές (α. «περιβάλλουσα επιφανείας» β. «περιβάλλουσα στρεβλής καμπύλης» γ. «περιβάλλουσα επίπεδης καμπύλης»).