περιαδράχνω
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
1. αρπάζω από όλα τα μέρη, περιαρπάζω
2. επιπλήττω, κατσαδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αδράχνω «αρπάζω»].