επιπλήττω

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

ἐπιπλήσσω και αττ. τ. ἐπιπλήττω) πλήσσω
ελέγχω, επιτιμώ, μαλώνω κάποιον («καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῦντα», Πλάτ.)
αρχ.
1. χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα («τόξῳ ἐπιπλήσσων», Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) επιτίθεμαι
3. φρ. «ἐπιπλήσσω τινί τι» — κατακρίνω κάποιον για κάτι.