περιαμφιέννυμι

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A clothe on all sides, Pl.Ti.76a.

German (Pape)

[Seite 568] (s. ἕννυμι), von allen Seiten her umkleiden, umgeben, κύκλῳ περιημφιέννυ τὴν κεφαλήν, Plat. Tim. 76 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιαμφιέννῡμι: καὶ περιαμφιεννύω, περικαλύπτω, κύκλῳ περιημφιέννυε τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Τίμ. 76Α,

Greek Monolingual

και περιαμφιεννύω Α
περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω «ντύνω»].