περίρρανσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lustral besprinkling, Pl.Cra.Cra.405b.
Greek (Liddell-Scott)
περίρρανσις: ἡ, τὸ περιρραίνειν, περιρραντισμός, Πλάτ. Κρατ. 405Β.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, Α περιρραίνω
η πράξη του περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση.