περιττολογία
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
French (Bailly abrégé)
att. c. περισσολογία.
Greek Monolingual
η / περισσολογία, ΝΑ περιττολογώ / περισσολογώ
το να λέει κανείς περιττά, άχρηστα λόγια.