περισσολογία

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσολογία Medium diacritics: περισσολογία Low diacritics: περισσολογία Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: perissología Transliteration B: perissologia Transliteration C: perissologia Beta Code: perissologi/a

English (LSJ)

ἡ,
A over-talking, wordiness, Isoc. 12.88; π. καὶ ἀκρίβεια Id.15.264.
II elaborate writing, D.H. Pomp.2.
III exaggeration, J.AJ14.7.2.

German (Pape)

[Seite 592] Weitschweifigkeit, Isocr. 12, 88; Geziertheit im Ausdrucke, D. Hal.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
redondance, verbosité.
Étymologie: περισσολόγος.

Russian (Dvoretsky)

περισσολογία: атт. περιττολογίαмногословность, многоречивость Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

περισσολογία: ἡ, τὸ λέγειν περιττά, πολυλογία, Ἰσοκρ. 250Ε, π. Ἀντιδ. § 288.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. περιττολογία.

Greek Monotonic

περισσολογία: ἡ, περιττά λόγια, πολυλογία, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

περισσολογία, ἡ,
over-talking, wordiness, Isocr. [from περισσολόγος