περούκα
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
και περρούκα, η, Ν
πρόσθετη, τεχνητή κόμη από φυσικές ή φυτικές ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. perrucca < παλαιότερο αμάρτυρο pilucca < λατ. pilus «κόμη»].