περούκα

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

και περρούκα, η, Ν
πρόσθετη, τεχνητή κόμη από φυσικές ή φυτικές ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. perrucca < παλαιότερο αμάρτυρο pilucca < λατ. pilus «κόμη»].