εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Α(κατά τον Ησύχ.) «πῆ καὶ πῆν ἐπὶ τοῡ κατάπασσε καὶ καταπάσσειν».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσσω.