πλημμυρόμετρο
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
το, Ν
φρέαρ που συγκοινωνεί υπογείως με ποταμό και χρησιμεύει για τον έλεγχο της στάθμης του νερού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + μέτρο].