πλημμυρόμετρο

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φρέαρ που συγκοινωνεί υπογείως με ποταμό και χρησιμεύει για τον έλεγχο της στάθμης του νερού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + μέτρο].