πλημμυρόμετρο

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φρέαρ που συγκοινωνεί υπογείως με ποταμό και χρησιμεύει για τον έλεγχο της στάθμης του νερού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + μέτρο].