πληθωρισμός

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

ο, Ν
(οικον.) η συνεχής μεγάλη αύξηση του γενικού επιπέδου τών τιμών, με αντίστοιχη συνεχή και σημαντική μείωση της πραγματικής αγοραστικής αξίας του χρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθώρα + -ισμός].