πλημμελειοδικείο

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το δικαστήριο στο οποίο δικάζονται τα πλημμελήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμελειοδίκης. Η λ., στον λόγιο τ. πλημμελειοδικεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].