πλουμβαγινίδες

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 10 γένη ποωδών και θαμνωδών ειδών που απαντούν σε όλο τον κόσμο και κυρίως στις ημιάνυδρες αλμυρές στέππες και στις αλμυρές παράκτιες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και της Αυστραλίας, η μόνη οικογένεια την οποία περιλαμβάνει η τάξη τών πλουμβαγινωδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plumbaginaceae < λατ. plumbago, -inis «είδος φυτού, μολύβδαινα» (< λατ. plumbum «μόλυβδος»)].