πλουμβαγινίδες
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 10 γένη ποωδών και θαμνωδών ειδών που απαντούν σε όλο τον κόσμο και κυρίως στις ημιάνυδρες αλμυρές στέππες και στις αλμυρές παράκτιες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και της Αυστραλίας, η μόνη οικογένεια την οποία περιλαμβάνει η τάξη τών πλουμβαγινωδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plumbaginaceae < λατ. plumbago, -inis «είδος φυτού, μολύβδαινα» (< λατ. plumbum «μόλυβδος»)].