πνευστός

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ή, -ό, ΝΑ
αυτός που παράγεται με πνοή, με φύσημα
νεοελλ.
1. αυτός που λειτουργεί με φύσημα
2. φρ. «πνευστά όργανα» ή απλώς «πνευστά» — είδος μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από παλλόμενο αέρα, αλλ. αερόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνέω. Το επίθ., που σχηματίστηκε μτγν., εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-].