πνευστός
From LSJ
Greek Monolingual
ή, -ό, ΝΑ
αυτός που παράγεται με πνοή, με φύσημα
νεοελλ.
1. αυτός που λειτουργεί με φύσημα
2. φρ. «πνευστά όργανα» ή απλώς «πνευστά» — είδος μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από παλλόμενο αέρα, αλλ. αερόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνέω. Το επίθ., που σχηματίστηκε μτγν., εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-].