Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
dor. c. ποτέ.
Α(δωρ. τ.) βλ. ποτέ.