ποιητικότητα

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του ποιητικού, η ποιητική αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητικός. Η λ., στον λόγιο τ. ποιητικότης, μαρτυρείται από το 1877 στον Άγγ. Βλάχο].