ποικιλόθερμος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για ζώα) αυτός του οποίου η θερμοκρασία μεταβάλλεται ανάλογα με τις μεταβολές του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλόθερμα
βιολ. όρος που αναφέρεται σε όλα τα ασπόνδυλα και στα κατώτερα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poikilotherm (< ποικίλος + θερμός)].