ποικιλόθερμος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώα) αυτός του οποίου η θερμοκρασία μεταβάλλεται ανάλογα με τις μεταβολές του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλόθερμα
βιολ. όρος που αναφέρεται σε όλα τα ασπόνδυλα και στα κατώτερα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poikilotherm (< ποικίλος + θερμός)].