[ᾱ], ὁ, = Lat.
A pultarius, Gal.13.280, Gloss.:—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, PHolm.2.40.
ὁ, Αχύτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pultarius «χύτρα» < λατ. puls, pultis «πολτός», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].