πολτάριος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, = Lat.

   A pultarius, Gal.13.280, Gloss.:—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, PHolm.2.40.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pultarius «χύτρα» < λατ. puls, pultis «πολτός», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].