πολυλάλητος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A gloss on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph.188.    II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.

German (Pape)

[Seite 665] = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠλάλητος: -ον, = πολύλαλος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 187. ΙΙ. ὁ συχνάκις λεγόμενος, Εὐστ. 861. 33.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο
αρχ.
αθυρόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο-λάλητος].