αθυρόστομος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀθυρόστομος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν βάζει φραγμούς στη γλώσσα του, αδιάκριτος, υβριστής, βωμολόχος
αρχ.
αυτός που μιλά ακατάπαυστα, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθυρος + στόμα.
ΠΑΡ. αθυροστομία, αθυροστομώ].
Translations
foul-mouthed
Arabic: بَذِيء اللِّسَان; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: bawdy, foulmouth, foulmouthed, foul-mouthed, foul-spoken, gutter mouth, guttermouth, obscene, pottymouthed, potty-mouthed, scurrilous, smutty; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, βρωμόστομος; Ancient Greek: αἰσχεόμυθος, αἰσχεορήμων, αἰσχεόφημος, αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, αἰσχρόστομος, βρωμολόγος, κακοστόματος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος, στόμαργος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt