αθυρόστομος

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθυρόστομος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν βάζει φραγμούς στη γλώσσα του, αδιάκριτος, υβριστής, βωμολόχος
αρχ.
αυτός που μιλά ακατάπαυστα, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθυρος + στόμα.
ΠΑΡ. αθυροστομία, αθυροστομώ].

Translations