πολυσέλιδος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για έντυπο και για γραπτό κείμενο)
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές σελίδες (α. «πολυσέλιδη εφημερίδα» β. «πολυσέλιδο άρθρο»)
2. συνεκδ. ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σέλιδος (< σελίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].