ποριστός

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

German (Pape)

[Seite 684] verschafft, erworben, zu verschaffen, zu erwerben.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πορίσῃ ἢ νὰ πορισθῇ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πορίζω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξοικονομήσει.