πράγματι

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

Ν
επίρρ. όντως, πραγματικά, αληθινά («είναι πράγματι αδελφή του;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αρχ. δοτ. πράγματι, της λ. πράγμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιον Εστίας].