προεισπράττω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

προεισπράσσω, ΝΑ εισπράττω
νεοελλ.
εισπράττω χρηματικό ποσό πριν να γίνει απαιτητό («προεισέπραξε δύο μισθούς»)
αρχ.
εισπράττω χρήματα από οφειλέτη πριν από την καθορισμένη προθεσμία.