προλαγχάνω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A obtain by lot first, Ar.Ec.1159; obtain as a perquisite, SIG57.10 (Milet., v B.C.).

German (Pape)

[Seite 732] (s. λαγχάνω), vorher loofen, προείληχα, Ar. Eccl. 1159.

Greek (Liddell-Scott)

προλαγχάνω: λαγχάνω πρότερον, προείληχε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1159.

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω, αποκτώ κάτι με κλήρο πρώτος
2. αποκτώ κάτι ως τυχερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λαγχάνω «αποκτώ με κλήρο»].